- φύση
- η / φύσις, -εως, ΝΜΑ1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ.δ. «ἡ φύσις τῆς χώρης», Ηρόδ.ε. «αἱ φύσεις καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν», Iσοκρ.)2. έμφυτη κλίση, χαρακτηριστικά γνωρίσματα (α. «είναι αδύνατη η ανθρώπινη φύση» β. «εὐγενὴς γὰρ ἡ φύσις κἀξ εὐγενῶν», Σοφ.γ. «ἡ ἀνθρωπεία φύσις», Θουκ.)3. η στοιχειώδης, η βαθύτερη ουσία τών πραγμάτων (α. «δεν κατάλαβε τη φύση τού προβλήματος» β. «τὴν πρώτην οὐσίαν... ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι», Γαλ.)4. το περιβάλλον, ο κόσμος, το σύμπαν5. τα γεννητικά όργανα6. (η δοτ. τού αρχ. τ. ως επίρρ.) φύσειαπό φυσικού του (α. «είναι φύσει κακός» β. «πάντως γὰρ ἄνθρωπον φύσει τοιοῦτον εἰς τὰ πάντα ἡγεῖσθέ μ' εἶναι», Αριστοφ.)7. φρ. α) «κατά φύσιν» — ό,τι συμβαίνει ή γίνεται σύμφωνα με τις φυσικές κλίσεις, τους φυσικούς νόμουςβ) «παρά φύσιν» — αντίθετα προς τους φυσικούς νόμους, προς το συνηθισμένο για όλους τους ανθρώπουςγ) «εκ φύσεως» — από φυσικού του, από τη βαθύτερη ουσία τής προσωπικότητάς του («προδότης εκ φύσεως»)δ) «φύσει και θέσει» — σύμφωνα τόσο με τη φυσική πραγματικότητα όσο και σύμφωνα με κοινωνικούς ή άλλους θεσμούςνεοελλ.φρ. α) «νεκρή φύση»ί) σύνολο άψυχων πραγμάτωνii) ζωγραφικός πίνακας που παριστάνει ένα τέτοιο σύνολοβ) «φύσει μακρά συλλαβή»γραμμ. συλλαβή που έχει μακρό φωνήεν ή δίφθογγο, σε αντιδιαστολή προς τη θέσει, που θεωρείται τέτοια λόγω τής θέσης που κατέχει μέσα στη λέξημσν.-αρχ.1. η δύναμη που δίνει την αρχή για τη γένεση, για τη δημιουργία («φύσιν βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα», Πλάτ.)2. είδος («ταύτην ἔχειν βιοτῆς φύσιν», Σοφ.)αρχ.1. φυή*. ανάστημα, παράστημα («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)2. φύλο («τῆς... ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ή δόξα», Θουκ.)3. φρ. α) «πέτρου φύσιν» — η πέτρα (Σοφ.)β) «ἡ φύσις αὐτοῦ» — αυτόςγ) «ἡ τοῦ δικαίου φύσις» — το δίκαιοδ) «θνητὴ φύσις» — το ανθρώπινο γένος (Σοφ.)ε) «πόντου εἰναλία φύσις» — τα θαλασσινά, τα ψάρια (Σοφ.)στ) «θήλεια φύσις» — το γυναικείο φύλο (Ξεν.)ζ) «φύσεις καρποφοροῦσαι» — τα φυτά (Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύσις (< *φυ-τις, με συριστικοποίηση τού -τ- μπροστά από το -ι-) έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ- τού ρ. φύω, φύομαι και εμφανίζει βραχύ -ῠ-, αντί τού αναμενόμενου -ῡ- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhūti- «ευημερία», λιθουαν. būtis «ύπαρξη»), πιθ. αναλογικά προς άλλα θηλ. σε -σις, τα οποία εμφανίζουν βραχύ φωνήεν προερχόμενο από συνεσταλμένη βαθμίδα (πρβλ. βάσις, στάσις), βλ. και λ. φύω].
Dictionary of Greek. 2013.